ανηφορίζω

ανηφορίζω
ανηφορίζω, ανηφόρισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανηφορίζω — 1. βαδίζω στην ανηφοριά, παίρνω τον ανήφορο, ανεβαίνω 2. είμαι ανηφορικός …   Dictionary of Greek

  • ανηφορίζω — ισα, ισμένος, βαδίζω ανηφορικό δρόμο, γίνομαι ανηφορικός: Είδες, ανηφορίσαμε μάνι μάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”